αυτοπρόσωπος

αυτοπρόσωπος
-η, -ο (AM αὐτοπρόσωπος, -ον)
αυτός που γίνεται με την παρουσία των ίδιων των προσώπων, όχι μέσω άλλου
αρχ.
(για ηθοποιούς) αυτός που εμφανίζεται στη σκηνή χωρίς προσωπείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αὐτοπρόσωπος — in one s own person masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοπρόσωπος — η, ο επίρρ. ώπως αυτός που έγινε από το αμέσως ενδιαφερόμενο πρόσωπο και όχι με αντιπρόσωπο: Η αυτοπρόσωπη παρουσία του βοήθησε στην εξομάλυνση των πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτοπροσώπως — αὐτοπρόσωπος in one s own person adverbial αὐτοπρόσωπος in one s own person masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπρόσωπον — αὐτοπρόσωπος in one s own person masc/fem acc sg αὐτοπρόσωπος in one s own person neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπροσώποις — αὐτοπρόσωπος in one s own person masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπροσώπου — αὐτοπρόσωπος in one s own person masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπροσώπους — αὐτοπρόσωπος in one s own person masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπροσώπων — αὐτοπρόσωπος in one s own person masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπροσώπῳ — αὐτοπρόσωπος in one s own person masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπρόσωπα — αὐτοπρόσωπος in one s own person neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”